ἤρεμον

ἤρεμον
ἤρεμος
quiet
masc/fem acc sg
ἤρεμος
quiet
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ήρεμος — η, ο (AM ἤρεμος, ον) ήσυχος, γαλήνιος, ατάραχος (α. «είμαι ψυχικά ήρεμος» β. «ἤρεμος και ἡσύχιος βίος», ΚΔ) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τό ἤρεμον η στιλπνότητα. επίρρ... ηρέμως και ηρέμα και ήρεμα (AM ἠρέμως και ἠρέμα, Α και ἠρεμί και ἠρεμεί) ήσυχα, όχι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”